προσκηδης

προσκηδης
    προσκηδής
    προσ-κηδής
    2
    1) заботливый, сердечный
    

(ξεινοσύνη Hom.)

    2) связанный родством, родственный
    

(τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσκηδης" в других словарях:

  • προσκηδής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία 2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά 3. συγγένεια από αγχιστεία 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηδής (< κῆδος «φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • προσκηδεῖς — προσκηδής bringing into alliance masc/fem acc pl προσκηδής bringing into alliance masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκηδέες — προσκηδής bringing into alliance masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκηδέος — προσκηδής bringing into alliance masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»